Το ταλέντο είναι σαν το σκοπευτή που χτυπάει ένα στόχο, τον οποίο οι άλλοι δεν μπορούν να πετύχουν. Η μεγαλοφυΐα είναι σαν το σκοπευτή που χτυπάει ένα στόχο, τον οποίο οι άλλοι δεν μπορούν καν να δουν. (Άρθουρ Σοπενάουερ)

Με τη φιλοσοφία είτε θα αυξήσεις τις γνώσεις σου, είτε θα συνειδητοποιήσεις την άγνοιά σου. Ότι από τα δύο και αν σου συμβεί είναι καλό. (David Hume.)




Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Paul Strand φωτογραφίες και βιογραφικά στοιχεία.

Ανάμεσα στους μεγάλους φωτογράφους του 20ου αιώνα, ο Paul Strand ενσάρκωσε αληθινά τις φιλοδοξίες και το πνεύμα της εποχής του. Από το 1915 εως το 1975 έκανε φωτογραφίες που συνεχώς εμβάθυναν, τόσο σε αξία όσο και σε ένταση. Η σπουδαιότητά τους οφείλεται στη συγκέντρωση εκείνων των ουσιωδών στοιχείων –της καθαρότητας, του πάθους και της ακρίβειας- με μια φόρμα που στηρίζει τα ποιοτικά αυτά γνωρίσματα και τα καθιστά διαχρονική κληρονομιά. Το όνομά του συνδέθηκε με τη γέννηση τού μοντερνισμού και την επικράτηση τής λεγόμενης straight (άμεσης, καθαρής) φωτογραφίας.

Ο Paul Strand γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1890. Σπουδάζει στο γνωστό κολέγιο Ethical Culture School, όπου διδάσκει σαν βοηθός καθηγητής βιολογίας ο Lewis Hine. Μια μέρα είδε μια ανακοίνωση που έλεγε ότι ο Hine θα έδινε μια σειρά μαθημάτων φωτογραφίας εκτός προγράμματος και αποφασίζει να τα παρακολουθήσει. Αυτά συμβαίνουν γύρω στο 1906. Μέχρι τότε ο Hine δεν είχε γίνει ακόμα φωτογράφος. Το σημαντικότερο για τον Strand –όπως είπε ο ίδιος σε μια συνέντευξή του- ήταν όταν πήγαν μαζί με τον Hine σε μια φωτογραφική έκθεση που γινόταν στη Photo-Secession Gallery, στη Fifth Avenue–291. Εκείνη τη μέρα έφυγε απ’ την έκθεση νιώθοντας ότι αυτό ήθελε να κάνει στη ζωή του. Είχε δεί τι συνέβαινε στο χώρο της φωτογραφίας σ’ όλο τον κόσμο. Εκείνη τη μέρα άρχισε η σχέση μου με τη φωτογραφία, είπε ο ίδιος.
Δέχεται έτσι τις αισθητικές επιρροές της Photo-Secession και λίγο αργότερα του Κυβισμού. Από το 1915 και μετά προχωρά στη δική του πειραματική δουλειά, τη σπουδαιότητα της οποίας αναγνώρισε αμέσως ο Stieglitz. Του δείχνει μια δουλειά που περιλαμβάνει τις Wall Street και City Hall Park, μερικές αφηρημένες φωτογραφίες και κάποιες άλλες της Νέας Υόρκης.



Ενθουσιασμένος ο Stieglitz εκθέτει τη δουλειά του και τη δημοσιεύει στο Camera Work. Τότε γνωρίζει και τον Steichen.
Μέχρι το 1917 ο Strand ξέκοψε από την παράδοση χάρη στις φωτογραφίες του, που αντανακλούν τη ζωτικότητα μαζί με την εξαχρείωση που βίωσε στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Τα πορτρέτα που έκανε το 1916, δείχνουν σαν στιγμιότυπα, επιβλητικά όσο και τα γκρό-πλάνα του κινηματογράφου. Το μεγάλο έργο αυτής της περιόδου είναι Η τυφλή γυναίκα (1916).
Μέσω της δύναμης και της πολυπλοκότητας που τη διακρίνει, η εικόνα αυτή ξεπερνάει τον κοινωνικό ρεαλισμό των σχολών της ζωγραφικής και την απόδοση της ατμόσφαιρας των δρόμων. Το πορτρέτο αυτής της γυναίκας κουβαλάει τις ιδιότητες της αντοχής, της απομόνωσης και μιας παράξενης ετοιμότητας, που χαρακτηρίζει τους τυφλούς. Αν και απέκλεισε τους παρατυχόντες από την εικόνα, ο Strand περιέλαβε όλους αυτούς που την κοιτάζουν. Αυτή η ασυνήθιστη επινόηση προσδίδει στη φωτογραφία την ιδιαίτερη έντασή της, προσθέτει νέο νόημα σ’ ένα απλό πορτρέτο.

Η πιο ρητορική από τις φωτογραφίες Strand, Ο άσπρος φράκτης (1916), λειτουργεί σαν οπτική μεταφορά αναπόδραστης ακρίβειας.


Γνώριζε πολύ καλά τον «εχθρό» του –όπως έγραψε αργότερα- τη μαλακή εστίαση (soft focus). Αντιμέτωπος μ’ αυτές τις οπτικές ικανοποιήσεις, επέλεξε να τους κλείσει την είσοδο στη φωτογραφία του. Ο φράκτης δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα φράκτη. Το φως της εικόνας μοιάζει με λυκόφως, αναγγέλλει το θάνατο ενός παλιού στυλ και τη γέννηση μιας νέας δημιουργικής μέρας. Ο Strand επαναπροσδιορίζει το χώρο –από μια αδιάσπαστη έκταση που οδηγεί στην ονειροπόληση, σε ένα τόπο όπου η ύλη αποκτά ζωτική ουσία και αυθεντικότητα. Ανεγείροντας ένα φράγμα ανάμεσα σε δύο κόσμους, οι δύο αυτές φωτογραφίες του, απαιτούν απ’ τον θεατή τους κάτι περισσότερο από την απλή παρατήρησή τους: απαιτούν όχι μόνο τη συμμετοχή αλλά και τον αυτο-στοχασμό.

Οι μέθοδοι του Strand στο σκοτεινό θάλαμο ήταν direct, σύνθετες μερικές φορές και επινοητικές. Εξισορροπούσε πάντα την οξυμένη ευαισθησία του με τη διακριτικότητα. Η επιλογή των θεμάτων του είναι μια μεταφορική πράξη ανύψωσης της συνήθους ανθρώπινης φύσης, των συνήθων όψεων και των συνήθων μεθόδων σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο. Με ευσπλαχνία προσέδωσε, στο συνήθως ανεπιτήδευτο μέσο της φωτογραφίας, ένα βαθύτερο ρόλο. Αυτό είναι ιδιαίτερα πρόδηλο στα πορτρέτα του. Μας δίνεται η εντύπωση ότι ο Strand ήθελε να ρίξει ένα προστατευτικό μανδύα γύρω από τις τρωτές υπάρξεις, μέσω της μαγείαςτης τέχνης του. Έφτασε να κατέχει αυτή τη μαγεία μετά από μακρά πειθαρχία, όταν πιά χειριζόταν με μαστοριά μια πλατιά γκάμα μεσαίων τόνων, μοναδικών στη φωτογραφία του 20ου αιώνα. Δεν είναι απλώς μια τεχνική υπόθεση, η γκάμα των τόνων εγγυάται την ουσία στις φωτογραφίες του Ο κύριος Μπένετ (1944) και Νεαρό αγόρι (1951).

Τα πορτρέτα είναι συμπαγή όσο και σφριγηλά, μας θυμίζουν πορτρέτα των Φλαμανδών ζωγράφων του 15ου αιώνα, καθώς με δυναμισμό προβάλλουν τη ζώσα ανθρώπινη παρουσία και την πνοή της ανθρώπινης φύσης, στοιχεία για τα οποία εργάστηκε ο Strand.

Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα που έχουν οι φωτογραφίες του Strand, είναι η περιεκτική, αργυρόχρωμη απόχρωσή τους που ενοποιεί το χώρο της κάθε εικόνας. Αυτή η μυστηριώδης υφή είναι το εσωτερικό θεματικό υλικό των νεκρών φύσεων, που σε λεπτομέρεια έχει τραβήξει από το φυσικό κόσμο, ξεκινώντας απ’ τον Αγριόκρινο (1928) και φθάνοντας στις φωτογραφίες από τον κήπο του σπιτιού του στην Orgeval, που έκανε προς το τέλος της ζωής του. Τι επικίνδυνα παιγνίδια παίζουν μερικές φορές αυτές οι σκηνές με την αίσθηση περί κλίμακας των ανθρώπων.


Ο Paul Strand κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να διατηρήσει στο έργο του τη θαυμαστή ευπάθεια του κόσμου. Η αίσθησή του για τους άλλους ήταν λεπτομερής και πανοραμική. Ο Strand αποκάλεσε κάποτε τη φωτογραφία «σύμβολο της μεγάλης απρόσωπης πάλης» και «σύμβολο της σφριγηλής νέας επιθυμίας». Οι φωτογραφίες του είναι σύμβολα ριζωμένα στον κόσμο. Μας δείχνουν ότι τα αφηρημένα γνωρίσματα έχουν εμφυτευτεί εκεί από την κουλτούρα. Η δικαιοσύνη και η επιθυμία φλέγονται στα πρόσωπα, στα φυλλώματα, ακόμα και στο φράκτη. Όπως κάθε μεγάλη τέχνη, οι φωτογραφίες του ξεπερνούν τη δική τους αμεσότητα και συνιστούν έναν άθλο ευγλωττίας που κάνει την παρουσία τους ανθεκτική στο χρόνο.
Το 1976 λίγο πριν πεθάνει είχε πει ότι, αν γινόταν, θα συνέχιζε να δουλεύει άλλα πενήντα χρόνια.






























Καλλιτεχνική επιμέλεια: Ρωξάνη Κίτσιου.

Αφιέρωμα στον Josef Sudek (έργο και βιογραφία)

Josef Sudek (1896-1976)

Ο «ποιητής της Πράγας» Αυτός είναι ο τίτλος που έδωσαν στον μεγάλο φωτογράφο.
Τον αξίζει αυτόν τον τίτλο ο Sudek. Τον κέρδισε με απίστευτη επιμονή και αγάπη για την ζωή.
Ο Sudek γεννήθηκε το 1896 σε μικρό χωριό έξω από την Πράγα.
Υπήρξε κακός μαθητής. Οι φίλοι του τον πείραζαν και του έλεγαν πως «είτε θα καταλήξει στην αγχόνη , είτε θα γίνει βοσκός»
Αποφασίζει να γίνει βιβλιοδέτης και στα δεκαεπτά του χρόνια αποκταει το σχετικό δίπλωμα. Παράλληλα αρχίζει να ασχολείται και με τη φωτογραφία.
Έχει βγάλει κάπου 150 φωτογραφίες με μια μικρή μηχανή όταν τον καλούν στον στρατό. Ο Sudek είχε την ατυχία να πάει στρατιώτης στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Λίγο αργότερα , στο Ιταλικό μέτωπο , χάνει όλο το δεξί του χέρι.
Δεν παραπονέθηκε ποτέ για αυτό. Αντιθέτως είπε : «Ευτυχώς που έχασα το χέρι μου. Θα ήταν πολύ χειρότερα αν είχα χάσει το κεφάλι μου»
Ο Sudek ήταν ένας άνθρωπος απλός. Πάντα με χιούμορ και καλή διάθεση.
Από την άλλη δεν εξωτερίκευε τα βαθύτερα αισθήματα του. Για αυτά φρόντιζαν οι φωτογραφίες του.
Γυρνάει λοιπόν από τον πόλεμο , και ανάπηρος πια , δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει να ασχολείται με την βιβλιοδεσία. Την εγκαταλείπει και στρέφεται αποκλειστικά στη φωτογραφία.
Το 1922 γίνεται δεκτός στη σχολή γραφικών τεχνών για να σπουδάσει φωτογραφία.
Τρία χρόνια αργότερα , ιδρύει μαζί με άλλους δυο φίλους του , την «Ένωση Τσεχικής Φωτογραφίας»
Κάποια στιγμή λοιπόν , ιδρύεται στην Πράγα μια ένωση καλλιτεχνών , η οποία μεταξύ άλλων , εκδίδει ένα περιοδικό , το οποίο φιλοξενεί φωτογραφίες του Sudek.
Εκεί δημοσιεύει φωτογραφίες από τον καθεδρικό ναό της Πράγας.
Οι φωτογραφίες αρέσουν και γίνεται διάσημος.
Ο Sudek είχε την τύχη να παρακολουθήσει – φωτογραφικά- το τελείωμα του χτισίματος του ναού.
Ο καθεδρικός είχε ξεκινήσει να χτίζεται το μεσαίωνα και ολοκληρώθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα. Έτσι ο Sudek πέτυχε μια σπάνια ατμόσφαιρα. (πέντε χρόνια φωτογράφιζε το ναό.)
Το 1933 , ο κάνει την πρώτη ατομική έκθεση και από εκεί και πέρα ακολουθούν πλήθος εκθέσεων , μέσα και έξω από την πατρίδα του. Γίνεται παντού γνωστός. (υπόψη πως βγήκε από τη χώρα του μόνο μια φορά , για να κάνει ένα ταξίδι στην Ευρώπη)
Όμως τον κυνηγάει ο πόλεμος. Έρχεται και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Έρχεται και η γερμανική κατοχή της Τσεχοσλοβακίας.
Ο Sudek «αποτραβιέται»
Πρακτικοί λόγοι τον αναγκάζουν να ασχοληθεί με μικρές σκηνές από το σπίτι του , από τις αυλές φίλων του , ή με νεκρές φύσεις.
Αξιοσημείωτη είναι η ικανότητα του να αναδεικνύει την μυστική ζωή των πραγμάτων.
Η ικανότητα του να μεταμορφώνει τα άψυχα αντικείμενα σε κάτι σημαντικό.
Δεν είναι καθόλου απλό αυτό. Ο σκοτεινός και εσωτερικός φωτογράφος , μελέταγε για ώρες τα αντικείμενα που φωτογράφιζε.
Είπε κάποτε (αναφερόμενος στον φίλο του Ruzicka)
«Εκείνη την εποχή δεν ήξερα ακόμα ότι όλο το μυστήριο έγκειται στα σκοτεινά μέρη, στις σκιές. Ο Ruzicka μού έλεγε συχνά: να εκθέτεις για τις σκιές, τα υπόλοιπα έρχονται μόνα τους. Είχε δίκιο. Αλλά δεν ήξερα ακόμα με ποια τεχνική θα μπορούσα να το κατακτήσω αυτό».
Έλεγε επίσης :
«Τα πάντα γύρω μας, είτε ζωντανά είτε άψυχα, μπορούν να προσλάβουν στα μάτι ενός τρελού φωτογράφου ποικίλες όψεις, έτσι που ένα φαινομενικά άψυχο αντικείμενο, ζωντανεύει μέσα από το φως ή από το περιβάλλον του. Κι αν ο φωτογράφος έχει λίγο μυαλό στο κεφάλι του, τότε ίσως μπορεί να συλλάβει κάτι απ’ όλα αυτά. Υποθέτω ότι αυτό είναι που ονομάζουμε λυρισμό».
Εντύπωση δημιουργεί η παρακάτω φράση του
«Πιστεύω πολύ στο ένστικτο. Είναι λάθος να το αποκοιμίζουμε προσπαθώντας να γνωρίζουμε τα πάντα».
Στις φωτογραφίες του σπανίως συναντάμε ανθρώπους.
Αυτό δεν ήταν ακριβώς επιλογή του.
Ο Sudek δούλευε με βαριές μηχανές . Έβαζε το πιο κλειστό διάφραγμα που είχε και περίμενε με τις ώρες να βρει το κατάλληλο φως
Ο ίδιος έλεγε γελώντας
«Γι αυτό δεν υπάρχουν άνθρωποι στις φωτογραφίες μου. Ακόμα και αν υπάρχουν μερικοί στην αρχή, ώσπου να τελειώσω τη λήψη έχουν πια φύγει».





































Καλλιτεχνική επιμέλεια: Ρωξάνη Κίτσιου.