Το ταλέντο είναι σαν το σκοπευτή που χτυπάει ένα στόχο, τον οποίο οι άλλοι δεν μπορούν να πετύχουν. Η μεγαλοφυΐα είναι σαν το σκοπευτή που χτυπάει ένα στόχο, τον οποίο οι άλλοι δεν μπορούν καν να δουν. (Άρθουρ Σοπενάουερ)

Με τη φιλοσοφία είτε θα αυξήσεις τις γνώσεις σου, είτε θα συνειδητοποιήσεις την άγνοιά σου. Ότι από τα δύο και αν σου συμβεί είναι καλό. (David Hume.)




Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Dorothea Lange φωτογραφίες και βιογραφικά στοιχεία.

Dorothea Lange (1895-1965)




Κάτω τα χέρια από τις φωτογραφίες. Εγώ δεν τις κακοποιώ. Ούτε τις «μαγειρεύω» , ούτε τις «τακτοποιώ».


Αυτά είναι τα λόγια της μεγάλης Αμερικανίδας φωτογράφου Dorothea Lange , η οποία μας έδωσε μια από τις πιο σημαντικές κοινωνικές καταγραφές του αιώνα μας.
Γεννήθηκε στο New Jersey και η καταγωγή της ήταν γερμανική.

Στην παιδική της ηλικία χτυπήθηκε από πολιομυελίτιδα που της άφησε μια αναπηρία στο βάδισμα. Σ’ αυτήν ακριβώς την αναπηρία όφειλε – όπως υποστήριζε η ίδια – την ιδιαίτερη ευαισθησία της πάνω στον πόνο και τα βάσανα των συνανθρώπων της

Η D. Lange εκπαιδευόταν για δασκάλα , όταν το 1914 επισκέφθηκε το στούντιο του Arnold Genthe , ο οποίος και της έδωσε την πρώτη της κάμερα και την ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τη φωτογραφία.
Η Dorothea αρχίζει να φωτογραφίζει και το 1917-18 βρίσκεται να σπουδάζει φωτογραφία στο Columbia University με τον Clarence White

Στα τέλη του 1918 δουλεύει σαν εκτυπωτής φωτογραφιών στο San Francisco και λίγο αργότερα σαν «ελεύθερη επαγγελματίας φωτογράφος» , για να ανοίξει τελικά το δικό της στούντιο φωτογραφίας στο Berkeley, της California το οποίο και κράτησε σε λειτουργία από το 1919 μέχρι το 1940



Μετά από δέκα χρόνια φωτογράφησης πορτραίτων στο στούντιο , και συγκλονισμένη από την εικόνα των εξαθλιωμένων άνεργων και άστεγων συμπολιτών της , η Dorothea Lange βγαίνει στο δρόμο και ειδικότερα αρχίζει τις καταγραφές στους φυσικούς χώρους των ανθρώπων. Νοιώθει πως επιτελεί κοινωνικό έργο.

Το 1935 , προσλαμβάνεται από την Farm Security Administration (FSA) και αναλαμβάνει μαζί με άλλους φωτογράφους να καταγράψει την εξαθλίωση των αμερικανών αγροτών
Απόγνωση , απελπισία, αλλά και υπερηφάνεια και η αξιοπρέπεια των φτωχών αγροτικών οικογενειών , καταγράφονται από την Lange με ένα τρόπο μοναδικό.

Το 1941 βραβεύεται με την περίφημη υποτροφία Guggenheim , αλλά το έργο που αναλαμβάνει μένει ανολοκλήρωτο λόγω του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η υγεία της Lange – μετά τον πόλεμο – δεν είναι καλή , γεγονός που την αναγκάζει να μείνει άνεργη για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το 1950 διεξάγει σεμινάρια φωτογραφίας και από το 1954 εργάζεται σαν ανεξάρτητη φωτογράφος.


Αργότερα συνοδεύει και βοηθά – ως ανεξάρτητη φωτογράφος και πάλι - τον σύζυγο της Paul Taylor στις αποστολές του στην Ασία, τη Νότια Αμερική, και τη Μέση Ανατολή, μέχρι το τέλος της ζωής της.
Πεθαίνει το 1965 στην California , λίγο πριν ανοίξει η μεγάλη αναδρομική της έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜΟΜΑ)


























Καλλιτεχνική επιμέλεια: Ρωξάνη Κίρτσιου.

André Kertész έργο και βιογραφία.


Ο André Kertész γεννήθηκε στην Βουδαπέστη στις 2 Ιουλίου τού 1894, μεσαίος γιος μιας μεσοαστικής Εβραϊκής οικογένειας. Ο πρόωρος θάνατος τού πατέρα του, θα τον αναγκάσει να κάνει εμπορικές σπουδές και να δουλεύει παράλληλα στο Χρηματιστήριο. Τόσο οι σπουδές του, όσο και το επάγγελμά του, τον ενδιαφέρουν ελάχιστα. Προτιμά να επισκέπτεται διάφορα μουσεία και να κάνει βόλτες στην εξοχή, ψαρεύοντας ή κολυμπώντας στον Δούναβη.

Σε ηλικία έξι μόλις ετών, το 1900, πρωτοβλέπει περιοδικά με φωτογραφίες. Κυριολεκτικά μαγεμένος, αποφασίζει ότι θα γίνει φωτογράφος, όταν μεγαλώσει. Αργότερα θα πει ότι από πολύ νωρίς έβλεπε τον κόσμο φωτογραφικά, “συνθέτοντας με το μάτι” πολύ πριν αξιωθεί με τις πρώτες του οικονομίες να αγοράσει (το 1912, 18 ετών) την πρώτη του μηχανή που ήταν μια ICA με πλάκες 4,5x6. Θα πάρει την μηχανή μαζί του πηγαίνοντας το 1914 στρατιώτης στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πράγμα που, όπως έλεγε, τον βοήθησε να επιβιώσει. Μετά τον πόλεμο επιστρέφει με μισή καρδιά στο Χρηματιστήριο. Για λίγο καιρό αλλάζει δουλειά και ασχολείται με τη μελισσοκομία. Αλλά η βασική του ασχολία και η μόνη πηγή χαράς είναι γι αυτόν η φωτογράφηση.

Το 1925 ο André Kertész φεύγει για το Παρίσι - όπου φτάνουν συνεχώς και πολλοί άλλοι ξένοι καλλιτέχνες - με την οριστική απόφαση να αφοσιωθεί στη φωτογραφία. Η πόλη τον γοητεύει και αρχίζει αμέσως να την περιδιαβάζει και να την φωτογραφίζει. Το Παρίσι είναι την εποχή αυτή η καλλιτεχνική καρδιά τού κόσμου, παρόλο που αντίστοιχους πόλους έλξης αποτελούν και η Γερμανία και η Νέα Υόρκη. Ο Kertész αρχίζει να συναναστρέφεται διάφορους γνωστούς καλλιτέχνες, τόσο Γάλλους όσο και ξένους, μεταξύ των οποίων και πολλούς Ούγγρους. Μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο η δουλειά του γίνεται γνωστή και πολλά περιοδικά τού ζητούν φωτογραφίες. Το 1928 αγοράζει μία από τις πρώτες Leica. Οι παραγγελίες πολλαπλασιάζονται, ενώ ταυτόχρονα φωτογραφίζει αδιάκοπα και για τον ίδιο, χωρίς συγκεκριμένο αντικείμενο, τη ζωή στους δρόμους, τούς φίλους του κ.λ.π. Πολύ σύντομα θα κάνει και τις πρώτες του εκθέσεις και θα πουλήσει και μερικές φωτογραφίες σε συλλογές Μουσείων. Ακολουθούν τα βιβλία, όπου κυριαρχούν οι προσωπικές του φωτογραφίες από το αγαπημένο του Παρίσι, την πόλη που τον δέχτηκε στους κόλπους της και τον αναγνώρισε σαν ταλαντούχο φωτογράφο, την πόλη όπου βρήκε τον εαυτό του και οριστικοποίησε τη φωτογραφική του ματιά. Το 1931 έρχεται να τον βρει η μετέπειτα γυναίκα του και από πολλών χρόνων αγαπημένη του, η Elisabeth.

To 1935 υπήρξε μια μοιραία χρονιά για τον Kertész. Αποφασίζει να φύγει με την γυναίκα του για τη Νέα Υόρκη, μετά από μία πρόταση τού πρακτορείου Keystone. Υπολογίζει να λείψει ένα χρόνο περίπου. Όμως, χάρη σε μια παράξενη συγκυρία, θα ζήσει εκεί την υπόλοιπη ζωή του. Και αυτό, παρά το γεγονός οτι στη χώρα αυτή δεν θα βρει, για πολλά χρόνια, ούτε αναγνώριση, ούτε την αγάπη, που τόσο αφειδώς τού είχε επιδαψιλεύσει το Παρίσι. Τα διάφορα ειδησεογραφικά περιοδικά, που ανθούν την εποχή αυτή στην Αμερική, βρίσκουν τις φωτογραφίες του πολύ προσωπικές, πολύ “ομιλητικές”, όπως τού είπε ένα από αυτά, εννοώντας προφανώς ότι δεν ήταν αρκετά αδιάφορες για να τις σχολιάσουν όπως θάθελαν οι εκδότες, και από την άλλη καθόλου “εντυπωσιακές”, και επομένως ελκυστικές, για τους αναγνώστες. Ο Kertész πικραίνεται πολύ με όλα αυτά, αλλά δεν κάνει την παραμικρή υποχώρηση. Διακόπτει τη συνεργασία του με το Keystone. Επιβιώνει χάρη σε μια μικρή επιχείρηση τής Elisabeth. Από την άλλη μεριά, η δουλειά του δεν αναγνωρίζεται (παρά μόνον σποραδικά) ούτε από τούς “καλλιτεχνικούς” φωτογραφικούς κύκλους, δηλ. από τα μουσεία, τις γκαλερί και τους εκδοτικούς οίκους. Θα κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση μετά 10 χρόνια, το 1945 στο Σικάγο, ενώ στην Νέα Υόρκη θα εκθέσει μόνος του για πρώτη φορά το 1964 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Το 1945 με πρωτοβουλία τού Alexei Brodovitch, βγαίνει ένα βιβλίο του με τίτλο “Day of Paris”, το οποίο περιλαμβάνει μόνο γαλλικές φωτογραφίες. Παρόλη την πικρία του, δεν είναι εύκολο για τούς Kertész να γυρίσουν στο Παρίσι, λόγω τού Πολέμου, και το ΄44 αποκτούν και οι δυο τους την Αμερικανική υπηκοότητα. Κατά τα χρόνια που ακολουθούν ο Kertész θα έχει μια περιορισμένη συνεργασία με μερικά περιοδικά, έως ότου, το 1949, υπογράψει ένα αποκλειστικό συμβόλαιο με το περιοδικό “House and Garden”, όπου θα δουλέψει έως το 1962. Παράλληλα, φωτογραφίζει και με τη Leica στον ελεύθερο χρόνο του (που όμως είναι λίγος), παραμένοντας όμως πάντοτε στο περιθώριο των αμερικανικών καλλιτεχνικών κύκλων.

Από το 1962 και μετά, και κυρίως από τότε που ο Szarkowski τού κάνει έκθεση στο MOMA (1964) αρχίζει (σιγά-σιγά πρώτα και ραγδαία στη συνέχεια) μια διεθνής πλέον και σε όλα τα επίπεδα αναγνώριση τού Kertész. Εκθέτει σ’ όλο τον κόσμο, εκδίδει βιβλία, δέχεται διεθνείς διακρίσεις. Ωστόσο, δεν θα ξεπεράσει ποτέ την πικρία του απέναντι στις Η.Π.Α.

Το 1977 η Elisabeth πεθαίνει από καρκίνο και ο ίδιος είναι πια 83 ετών. Εξακολουθεί να ζει στο διαμέρισμα όπου έζησαν σχεδόν από την αρχή, πάνω στη Washington Square, και φωτογραφίζει ακόμα, παρόλο που τα χέρια του χάνουν σιγά-σιγά τη σταθερότητά τους. Προς το τέλος τής ζωής του, φωτογραφίζει με ένταση, αποκλειστικά μέσα στο σπίτι του, διάφορες συνθέσεις αντικειμένων, στη μνήμη τής Elisabeth, καθώς και εικόνες από το παράθυρό του, που θα γίνουν βιβλίο το 1981 με τίτλο “From my window”. Η διεθνής αναγνώριση συνεχίζεται και το 1982 παίρνει το μεγάλο εθνικό βραβείο φωτογραφίας στο Παρίσι. Πέθανε στο διαμέρισμά του στις 28 Σεπτεμβρίου τού 1985 σε ηλικία 91 ετών.

































Καλλιτεχνική επιμέλεια: Ρωξάνη Κίρτσιου.